- επικαλώ
- (AM ἐπικαλῶ, -έω)μέσ. επικαλούμαι1. κάνω έκκληση σε κάτι («σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον», Δημοσθ.)2. προσκαλώ ως μάρτυρες3. παθ. παίρνω παρατσούκλι («Ἀριστόδημον τὸν μικρὸν ἐπικαλούμενον», Ξεν.)4. (μέσ., στον αρχ. και ενεργ.) καλώ σε βοήθεια ή για προστασία (α. «ἐπικαλέω τοι τὴν θεόν», Ηρόδ.β. «το Θιο μου επικαλέσθηκα, και μ’ άκουσε», Λασκαρ.)νεοελλ.μέσ. καταφεύγω σε κάτι για την υπεράσπισή μου, τό χρησιμοποιώ προς όφελός μου («επικαλούμαι το άρθρο 100 τού Ποινικού Νόμου»)μσν.ονομάζομαιαρχ.1. προσκαλώ τον θεό ως μάρτυρα σε όρκο μου («ἐπὶ δὲ κάλεσον Ἄρτεμιν», Αριστοφ.)2. καλώ κάποιον να παρουσιαστεί, να προσέλθει («γέροντας ἐπὶ πλέονας καλέσαντες», Ομ. Οδ.)3. (για τους εφόρους) καλώ μπροστά μου4. μέσ. ζητώ επειγόντως, και ειδ. βοηθό, σύμμαχο («ἐπικαλέσασθαι τοὺς Αἰακίδας συμμάχους», Ηρόδ.)5. μέσ. προκαλώ σε μάχη («ἤν... ἐπικαλέσωνται σφέας οἱ Περίνθιοι», Ηρόδ.)6. καλώ με επώνυμο ή με παρωνύμιο, με παρατσούκλι, αποκαλώ7. φέρω κατηγορία, κατηγορώ κάποιον («ἐπικαλοῡντες ἐπεργασίαν Μεγαρεῦσι», Θουκ.)8. φιλονικώ με κάποιον («τοὺς ἐπικαλοῦντας ἀλλήλοις», Πλάτ.)9. (το αρσ. μτχ. ενεργ. ενεστ.) ὁ ἐπικαλῶνο κατήγορος10. (η παθ. μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικαλούμεναα) ποσά που απαιτεί κάποιοςβ) ποσά που κατηγορείται κάποιος ότι κατακρατεί.
Dictionary of Greek. 2013.